Το «δωρεάν» που πληρώνουμε πανάκριβα και ο «μπαμπούλας» της επιχειρηματικότητας
Ενυπόγραφα

Το «δωρεάν» που πληρώνουμε πανάκριβα και ο «μπαμπούλας» της επιχειρηματικότητας

Η διαμάχη για το ποιες υπηρεσίες ή αγαθά πρέπει παρέχονται από το κράτος και ποιες θα μπορούσαν να παραχωρηθούν στον ιδιωτικό τομέα κρατά για χρόνια σε αυτή τη χώρα. Και είναι μια διαμάχη ανούσια, χωρίς ίχνος ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης, που ενδεχομένως να είχε δώσει τη λύση εδώ και καιρό.

Κάθε προσπάθεια εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα σε τομείς δράσης που άλλοτε ασκούσε η κεντρική ή αυτοδιοικητική εξουσία «σκόνταφτε» πάντοτε πάνω σε στείρες -στην πλειονότητα των περιπτώσεων- αντιδράσεις, που κραύγαζαν περί «ξεπουλήματος» της δημόσιας περιουσίας και «πλήρους ιδιωτικοποίησης των πάντων». Ως επιχείρημα, μάλιστα, προβαλλόταν ότι με αυτόν τον τρόπο χάνεται ο «δωρεάν δημόσιος χαρακτήρας» των υπηρεσιών και «επιβαρύνεται ο πολίτης».

Έτσι, για παράδειγμα, ζήσαμε για χρόνια το «παραμύθι» της δωρεάν παιδείας, όπου για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα πέσει στα χέρια των ιδιωτών αποδεχθήκαμε να λειτουργεί υποτυπωδώς, σε υποβαθμισμένα εκπαιδευτήρια (με άθλιες υλικοτεχνικές υποδομές και λειψό και κακοπληρωμένο εκπαιδευτικό προσωπικό). Όσοι διέθεταν την οικονομική δυνατότητα και πάλι κατέφευγαν στον ιδιωτικό τομέα, για να λάβουν ποιοτικότερες υπηρεσίες. Αλλά και εμείς οι υπόλοιποι βάζαμε βαθιά το χέρι στην τσέπη, αφού χωρίς φροντιστήρια και ιδιαίτερα δύκολα τα παιδιά μας θα είχαν κάποια τύχη, μόνο με βάση τα όσα μάθαιναν στα δημόσια σχολεία. Παράλληλα, πληρώναμε τους φόρους για τη συντήρηση των τελευταίων, γιατί ως γνωστόν ο κρατικός κουμπαράς που καταβάλλει τις δαπάνες για τις όποιες δημόσιες δομές, γεμίζει από τις τσέπες μας. Και στο τέλος, φθάσαμε οι ίδιοι οι γονείς να πληρώνουμε κι άλλα χρήματα για να υπάρξει φωτοτυπικό στα σχολεία των παιδιών μας ή για να μπορέσει να αποκατασταθεί κάποια επείγουσα βλάβη.

Άλλο παράδειγμα είναι τα δημόσια νοσοκομεία, όπου για να μην χάσουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους, έχασαν τον χαρακτήρα του νοσοκομείου. Εκατομμύρια ευρώ «φαγώνονται» σε αλόγιστες προμήθειες μηχανημάτων, που σαπίζουν σε κάποια υπόγεια ή υλικών που αγοράζονται σε αστρονομικές τιμές, ενώ παράλληλα οι παρεχόμενες υπηρεσίες, σε μεγάλο βαθμό, παραμένουν τριτοκοσμικές (όποιος είχε την εμπειρία να νοσηλευτεί ο ίδιος ή συγγενικό του πρόσωπο σε δημόσιο νοσοκομείο έχει να θυμηθεί πολλές τραγελαφικές καταστάσεις). Κι σε αυτή την περίπτωση, οι έχοντες και κατέχοντες προτιμούν τη λύση του ιδιωτικού τομέα. Οι υπόλοιποι πληρώνουμε τους φόρους για τη συντήρηση των δήθεν δημόσιων νοσοκομείων και, όταν έρθει η κακιά στιγμή, ξεπουλάμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε για να σώσουμε τον άνθρωπό μας ή τον εαυτό μας, προσφεύγοντας σε κάποιο ιδιωτικό νοσηλευτήριο ή στο εξωτερικό.

Το γεγονός ότι το κράτος δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να ελέγξει την κερδοσκοπική δράση 
ενός κομματιού του ιδιωτικού τομέα, δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία 
για την κατάργηση γενικώς της επιχειρηματικότητας.

Και τα παραδείγματα είναι άπειρα για το πόσο αναποτελεσματικά και ανορθολογικά από πλευράς κόστους λειτούργησε κι εξακολουθεί να λειτουργεί ο δημόσιος τομέας στη χώρα μας. Αγωνιζόμενοι με πάθος υπέρ της διατήρησης του δημόσιου χαρακτήρα των υπηρεσιών, «αναθρέψαμε» ένα γραφειοκρατικό τέρας, που «καταπίνει» τεράστιες ποσότητες χρήματος, συντηρεί στρατιές επαγγελματιών συνδικαλιστών που προσφέρουν το τίποτε, «εκκολάπτουμε» την πλήρη διαπλοκή μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και τελικώς μοιραία οδηγούμαστε στην πλήρη κατάπτωση που απειλεί να διαλύσει κυριολεκτικώς τη χώρα.

Άραγε, πόσο χειρότερα θα ήταν τα πράγματα εάν είχαμε «ξεπουλήσει» κάποιες δομές σε ιδιώτες, εάν είχαμε αξιοποιήσει την τεχνογνωσία του ιδιωτικού τομέα σε λειτουργίες που μπορούσε να τις κάνει γρηγορότερα, ποιοτικότερα και οικονομικότερα; Μήπως τότε εξασφαλίζαμε κρίσιμους πόρους, τους οποίους θα μπορούσαμε να διαθέσουμε σε πολίτες που πραγματικά δεν θα είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν τις υπηρεσίες και τα αγαθά που θα πρόσφερε ο ιδιωτικός τομέας;

Μα αυτό είναι ιδανικό σενάριο λειτουργίας μίας ελεύθερης αγοράς θα υποστηρίξει κάποιος, προβάλλοντας τον «μπαμπούλα» του κακού, κερδοσκόπου ιδιώτη, που πίνει το αίμα των εργαζομένων και δεν τον ενδιαφέρει να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, αλλά να κερδοσκοπίσει. Θα συμφωνήσουμε ότι υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις, μόνο που η σημερινή πολιτική όχι απλώς δεν τις περιορίζει, αλλά αντιθέτως τις αυξάνει.

Και βέβαια επιδιώκει (και οφείλει να επιδιώκει) μία επιχείρηση το κέρδος από την επένδυση και τη δραστηριοποίησή της. Κάθε άνθρωπος λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Αναζητεί μία εργασία (τουλάχιστον, έτσι γινόταν μέχρι πριν λίγα χρόνια) που να του δίνει τα περισσότερα χρήματα και τις μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης, ενώ ταυτόχρονα ψάχνει να αγοράσει υπηρεσίες ή αγαθά με την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής. Τα τελευταία προσφέρονται από επιχειρήσεις, οι οποίες για να έχουν τη δυνατότητα να τα παράξουν θα πρέπει να ακολουθούν αντίστοιχες ορθολογικές πολιτικές ανάπτυξης, που θα τους αποφέρουν κέρδη για τη συντήρηση κι ανάπτυξή τους. Έτσι λειτουργεί η οικονομία.

Αντιθέτως, όσο διαλύεται ο ιδιωτικός τομέας, όσο επιμένουμε να λειτουργούμε κρατικές δομές με ανυπολόγιστο κόστος και χαμηλή ανταγωνιστικότητα, τόσο θα χάνουμε χρήμα και μάλιστα από δύο πλευρές: από την άμεση σπατάλη πόρων για τη συντήρησή τους και από το γεγονός ότι «απονευρώνουμε» ένα παραγωγικό τμήμα της κοινωνίας μας, το οποίο με την εργασία του θα μπορούσε να φέρει άμεσα έσοδα στο ταμείο  του κράτους.

Με άλλα λόγια, όσο πολεμούμε ως εθνικό εχθρό τον ιδιωτικό τομέα, τόσο «πριονίζουμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε όλοι». Το κράτος οφείλει να συμμαχήσει και να χρησιμοποιήσει την ιδιωτική επιχειρηματικότητα, προκειμένου να βγει από τη βαθιά κρίση που απειλεί να το «βυθίσει». Το γεγονός ότι δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να ελέγξει την κερδοσκοπική δράση ενός κομματιού του ιδιωτικού τομέα, δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για την κατάργηση γενικώς της επιχειρηματικότητας.

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Υποχρεωτικά πεδία *

Enypografa.gr © 2014 - 2024
Powered by Wisenet