Αυτοδιοίκηση και κεντρική διοίκηση δεν μπορούν να μένουν «ξένοι στο ίδιο σπίτι»
Ενυπόγραφα

Αυτοδιοίκηση και κεντρική διοίκηση δεν μπορούν να μένουν «ξένοι στο ίδιο σπίτι»

Ο πρόεδρος της ΚΕΔΕ σε κάθε ευκαιρία (και πλέον είναι πολλές αυτές οι ευκαιρίες), προφανώς εκφράζοντας τις απόψεις της πλειοψηφίας των δημοτικών Αρχών της χώρας, «ξιφουλκεί» κατά της κεντρικής διοίκησης, κατηγορώντας την ότι επιχειρεί να καταργήσει την αυτοτέλεια και αυτονομία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθιστώντας τους ουσιαστικά «διαχειριστές» των αποφάσεών της.

Μάλιστα, συγκαλεί εντός της εβδομάδας έκτακτη συνάντηση των δημάρχων, προκειμένου να λάβουν αποφάσεις προς «υπεράσπιση του κύρους της Αυτοδιοίκησης», όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, το οποίο -σύμφωνα με το κορυφαίο θεσμικό όργανο της Αυτοδιοίκησης Α’ Βαθμού- προσβάλλεται από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση.

Όντως, συμβαίνουν τα όσα καταγγέλλονται από την ΚΕΔΕ; Τίθεται σε αμφισβήτηση το αυτοδιοίκητο των ΟΤΑ από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κεντρικής εξουσίας;

Ας δούμε, πρώτα απ’ όλα, τι προβλέπει το Σύνταγμα για τον «ταλαίπωρο» θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

  • Στο άρθρο 102, παράγραφος 2 αναφέρεται ότι «Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια».
  • Επίσης, στην παράγραφο 4 τονίζεται ότι «Το Κράτος ασκεί στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης εποπτεία που συνίσταται αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους».
  • Τέλος, στην παράγραφο 5 επισημαίνεται ότι «Το Κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών».

Ανατρέχοντας σε κάποιες από τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας που αφορούν στην Αυτοδιοίκηση τα τελευταία (δυστυχώς πολλά) μνημονιακά χρόνια θα διαπιστώσουμε ότι οι προβλέψεις του παραπάνω άρθρου αν δεν έχουν ανασταλεί, έχουν τουλάχιστον αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, οι εν μία νυκτί αποφάσεις για απολύσεις σχολικών φυλάκων και δημοτικών αστυνομικών, η μεταφορά αρμοδιοτήτων στους Δήμους, χωρίς τους αντίστοιχους πόρους, η «με το έτσι θέλω» μεταφορά των αποθεματικών τους στην Τράπεζα της Ελλάδος, το «πάγωμα» των προσλήψεων κ.λπ., συνιστούν σαφή παρέμβαση στην ανεμπόδιστη δράση των ΟΤΑ και βέβαια, περιορίζει στο ελάχιστο, εάν δεν μηδενίζει, την οικονομική αυτοτέλειά τους.

Κεντρική διοίκηση και Αυτοδιοίκηση είτε θα βγουν «χέρι χέρι» από την κρίση 
είτε μαζί θα «βυθιστούν». Πάντως, να διασωθεί η καθεμία μόνη της αποκλείεται...

Υπάρχουν λύσεις και εάν ναι, πού θα πρέπει ν’ αναζητηθούν, προκειμένου οι Δήμοι ν’ ανακτήσουν το χαμένο αυτοδιοίκητό τους; Εδώ που έχουμε φθάσει οι απαντήσεις στα ερωτήματα δεν είναι εύκολες.

Αυτοδιοίκητο χωρίς οικονομική αυτοτέλεια δεν μπορεί να υπάρξει. Από την άλλη, τίποτε στον ορίζοντα δεν δείχνει ότι η Ελλάδα έχει βάλει έστω και τις βάσεις για να προσδοκά γρήγορη και βιώσιμη ανάπτυξη, που θα της επιτρέψει να βελτιώσει την οικονομική θέση της. Άρα, από τη συγκεκριμένη πηγή η Αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να περιμένει, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, τους αναγκαίους για τη λειτουργία της πόρους.

Η περίπτωση να αναλάβουν οι Δήμοι να «δημιουργήσουν» τα έσοδα που απαιτούνται για τη λειτουργία τους ακούγεται ενδιαφέρουσα, αλλά «σκοντάφτει» σε αρκετά εμπόδια, όπως για παράδειγμα η ανυπαρξία σχετικού νομικού πλαισίου, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και μηχανισμών, οι γεωγραφικές και άλλες ανισότητες μεταξύ των ΟΤΑ κ.ο.τ.

Όμως, ακόμη κι αν τα εμπόδια αυτά γινόταν δυνατό να ξεπεραστούν με κάποιο τρόπο, και πάλι το εγχείρημα -υπό τις παρούσες συγκυρίες- θα ήταν προβληματικό. Και τούτο καθώς οι πλέον ορατές πηγές «δημιουργίας» εσόδων είναι κυρίως τρεις: η μεταφορά στους ΟΤΑ Α’ Βαθμού της αρμοδιότητας ύπαρξης κάποιων φόρων, η απευθείας αξιοποίηση κοινοτικών και άλλων προγραμμάτων και η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Με εξαίρεση τη δεύτερη περίπτωση (που κι αυτή εξαρτάται από τη δυνατότητα των Δήμων να προσλάβουν εξειδικευμένα στελέχη και να να λειτουργήσουν αντίστοιχα τμήματα), οι άλλες πηγές δεν μπορούν να αποδώσουν, καθώς στην πρώτη περίπτωση η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων απλούστατα έχει εξαντληθεί και στην τρίτη περίπτωση,  δεν βλέπουμε ποιος επενδυτής με «σώας τας φρένας» θα ερχόταν να βάλει τα χρήματά του στον Δήμο μίας χώρας που κυβερνάται από ανθρώπους οι οποίοι αντιμετωπίζουν την επιχειρηματικότητα  ως «ταξικό εχθρό» τους.

Άρα, το πρόβλημα της Αυτοδιοίκησης δεν μπορεί να λυθεί όσο η χώρα παραμένει διαχρονικά στον «αστερισμό» των πειραματισμών της κεντρικής εξουσίας, αφού -καλώς ή κακώς- τα αποτελέσματα της πολιτικής της δεύτερης επηρεάζουν άμεσα το επίπεδο λειτουργίας της πρώτης. Συνεπώς, πρέπει πρώτα η Ελλάδα να ανακτήσει την εμπιστοσύνη αφ΄ ενός των πολιτών της κι αφ΄ ετέρου των εταίρων της και μετά να αναζητηθούν εκείνες οι θεσμικές παρεμβάσεις που θα επιτρέψουν την απρόσκοπτη συνεργασία μεταξύ των δύο μορφών διοίκησης, προς όφελος της κοινωνίας.

Στην παρούσα φάση, οι δύο πλευρές θα πρέπει να συνυπάρξουν με όσο το δυνατόν λιγότερες «τριβές» και κυρίως ν΄ απαλλαγούν από μονομέρειες, εμμονές και ιδεοληψίες που «δηλητηριάζουν» τις σχέσεις τους και καθιστούν ακόμη πιο αβέβαιη την έξοδο της χώρας από την πολύπλευρη και βαθιά κρίση που αντιμετωπίζει.

Με άλλα λόγια, κεντρική διοίκηση και Αυτοδιοίκηση είτε θα βγουν «χέρι χέρι» από την κρίση, είτε μαζί θα «βυθιστούν». Πάντως, να διασωθεί η καθεμία μόνη της αποκλείεται…

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Υποχρεωτικά πεδία *

Enypografa.gr © 2014 - 2024
Powered by Wisenet