«Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» και Σταύρος Ψυλλάκης στο Cine Δράση
Πολιτισμός

«Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» και Σταύρος Ψυλλάκης στο Cine Δράση

Η ταινία – ντοκιμαντέρ «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» προβάλλεται την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017, στις 20:15, στην αίθουσα «Ν. Εγγονόπουλος» του πάρκου «Μ. Θεοδωράκης» (ΤΥΠΕΤ, Π. Μπακογιάννη 38-42, Βριλήσσια) από το Cine Δράση της Δημοτικής Κίνησης Βριλήσσια Δράση για μια Άλλη Πόλη.

Το Cine Δράση παρουσιάζει τον σκηνοθέτη Σταύρο Ψυλλάκη και την ταινία του, μετά την προβολή της οποίας θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό.

Λίγα λόγια για την ταινία από το Cine Δράση

Μια δύσκολη για την ιστορία της Ελλάδας εποχή, το μεγαλείο των ανθρώπων που ζουν σε οριακές καταστάσεις, τα ηθικά διλήμματά τους, οι ιδεολογίες, οι διαχρονικές πανανθρώπινες αξίες, όπως η αλληλεγγύη και η ανιδιοτελής προσφορά, η αυτοθυσία, η αξιοπρέπειά του είναι ο πυρήνας του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε».

Το φιλμ αναφέρεται σε μια επική ιστορία, την κυριολεκτικά απίστευτη περιπέτεια που έζησαν έξι αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη, μετά τη μάχη της Σαμαριάς (Ιούνιος 1948), που έβαλε τέλος στον Εμφύλιο Πόλεμο σε αυτή τη νησιωτική περιοχή. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου οι αποδεκατισμένοι μαχητές χωρίστηκαν αρχικά σε μικρές ομάδες για να αποφύγουν τη σύλληψη και να συνεχίσουν τη δράση τους. Η ομάδα στην οποία αναφέρεται το φιλμ αποτελούταν από τους Νίκο και Αργυρώ Κοκοβλή, Γιάννη Λιονάκη, Παγώνα Κοκοβλή-Λιονάκη, Σταμάτη Μαριόλη και Κωστή Λιονάκη, πέρασε αρχικά στην παρανομία και έζησε για το χρονικό διάστημα από το 1948 έως το 1962 σε σπηλιές στα Λευκά Όρη. Παράνομοι και επικηρυγμένοι, βρίσκονταν σε συνεχή καταδίωξη από τις από τα μετεμφυλιακές κρατικές αρχές, μέχρι που το 1962, δραπέτευσαν, μέσω Ιταλίας, στην Τασκένδη. Οι τρεις ζουν και αποτελούν τα κεντρικά πρόσωπα του ντοκιμαντέρ. Το φιλμ δανείζεται τον τίτλο του από το ομώνυμο βιβλίο που έγραψαν ο Νίκος και η Αργυρώ Κοκοβλή.

Η ταινία, όπως και το βιβλίο, δεν αποτιμά την πορεία της Αριστεράς, δεν εστιάζει σε προβλήματα και λάθη, δεν αναζητά ενόχους, δεν αποδίδει προσωπικές ή ευθύνες και πολύ περισσότερο δεν μεταθέτει τις ευθύνες σε πρόσωπα, συνωμοσίες, στις Μεγάλες Δυνάμεις, την κακιά στιγμή. Ασχολείται με τον άνθρωπο, στις μεγάλες και στις μικρές του στιγμές, τα συναισθήματα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Πραγματεύεται την αίσθηση καθήκοντος, το χρέος, την κομματικότητα. Καθρεφτίζει τη σχέση των ηρώων του με τη φύση και τον τόπο τους. Γιατί την Ιστορία την έγραψαν άνθρωποι που έδρασαν, με δική τους απόφαση, ως δημοκράτες, ως αριστεροί, ως πολίτες και με άξονα τις δικές τους πεποιθήσεις, το δικό τους αίσθημα ευθύνης. Μετά την ήττα τους, πλήρωσαν το τίμημα της επιλογής τους και δέχτηκαν τις σκληρές συνέπειες με εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια, χωρίς να μετανιώνουν ή να μεμψιμοιρούν.

Ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του, έκαναν εξαιρετική δουλειά. Διαμόρφωσαν το πορτρέτο μιας κοινωνίας και μιας ιστορικής στιγμής, χωρίς αγιοποιήσεις, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και ανέδειξαν τον απίστευτα εσωτερικό κόσμο απλών ανθρώπων. Αν και όλες οι στιγμές της ταινίας είναι δυνατές, υπάρχουν κάποιες που ξεχωρίζουν για την έντασή τους και συγκινούν ιδιαίτερα, όπως η διήγηση του Νίκου Κοκοβλή για τη συνάντησή του με τον ενωμοτάρχη που τον καταζητούσε για πάνω από 10 χρόνια, σε ένα βιβλιοπωλείο στα Χανιά μετά τη Μεταπολίτευση, η «ξενάγηση» με απλότητα, αμεσότητα και χιούμορ του Γιάννη Λιονάκη στα κρησφύγετα της ομάδας, καθώς και η τραγωδία της επιστροφής τους στην Κρήτη, όπου η νέα πραγματικότητα βαραίνει τον τόπο και η υποδοχή από την ίδια τους την πατρίδα δεν ήταν η αρμόζουσα.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του: «Οι “ήρωες” διαλέγουν και ζουν σε μια οριακή κατάσταση. Και αυτές οι οριακές καταστάσεις… που ο άλλος μπορεί να βιώσει συγκλονιστικές εμπειρίες, είναι ίσως η μόνη πραγματικά δυνατότητα “ελευθερίας” που μας έχει δοθεί. Σε αυτές μεριμνάς και διαπραγματεύεσαι με την ουσία της ζωής και όχι με την επιβίωση. Μετά θυμήθηκα την εικόνα που σαν παιδί σχημάτιζα για τους αριστερούς, καθώς μεγάλωνα και δούλευα στην ταβέρνα του πατέρα μου, στο παλιό λιμάνι των Χανίων, τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60. Μιλώ για απλούς, κυνηγημένους, αγωνιστές που δεν νομίζω μετά να εξαργύρωσαν τις επιλογές τους. Αναπολώ τη θωριά τους και μου έρχονται λέξεις όπως: μετρημένοι, έντιμοι, ανιδιοτελείς, σοφοί γέροντες… Έβρισκαν δικαίωση στις αξίες που πίστευαν και υπηρετούσαν με αυταπάρνηση και συνέπεια, πέρα από το ατομικό τους συμφέρον ή και πάνω από την ίδια τους τη ζωή κάποιες φορές».

Και συνεχίζει: «Οι συνέπειες του Εμφυλίου καθόρισαν για πολλά χρόνια την ιστορία του τόπου μας, και ίσως δεν έχουμε ακόμα ξεμπερδέψει. Όμως δεν κάναμε άλλη μια ιστορία για τον Εμφύλιο. Παρόλο που το υλικό που συγκεντρώσαμε, 60 ώρες περίπου, περιέχει πολλές μαρτυρίες για εκείνη την περίοδο, το θέμα μας δεν είναι ο Εμφύλιος… Είναι η ιστορία κάποιων ανθρώπων που ο καθένας χωριστά και με τον χαρακτήρα του, σε απίστευτες για τα σημερινά δεδομένα συνθήκες, έδωσαν έναν αγώνα αξιοπρέπειας, ένα παράδειγμα στάσης ζωής, με πολλούς κλυδωνισμούς, απογοητεύσεις και διαψεύσεις και όμως δεν είναι ηττημένοι. Δεν ξέρω αν είναι νικητές ή πως αισθάνονται οι ίδιοι για τη ζωή τους, όμως στα μάτια μου τους βλέπω να περπατούν όρθιοι. Η ταινία δεν αποτελεί αγιογραφία ή ηρωοποίηση κάποιων ανθρώπων, άλλωστε δεν με εκφράζουν και δεν πιστεύω σε τέτοιες προσεγγίσεις. Η ζωή είναι απίστευτα γοητευτική και συναρπαστική στην καθημερινότητά της, με ανθρώπινους ανθρώπους, με σάρκα, οστά, και χιλιάδες ίσως αντιφάσεις, αλλά και ωραίους…».

«Στην ταινία… παρακολουθούμε το «θαύμα» της αντοχής των τσακισμένων υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού και την αυτοθυσία των απλών ανθρώπων που τους έκρυβαν τόσα χρόνια. “Πρωταγωνιστές” και “αφανείς” αυτής της ιστορίας, εξίσου φωτεινοί και δυσεύρετοι, πέρα από ιδεολογίες, ενσαρκώνουν κάτι πολύ σημαντικό: βαθιά προσήλωση στον ίδιο τον άνθρωπο και στην αξιοπρέπειά του. Και αυτό είναι το θέμα της ταινίας».

«Αυτοί οι άνθρωποι, το είπαμε και παραπάνω, είναι η ενσάρκωση, τα σύμβολα, ενός αγώνα που για να ξεπεράσει αυτές τις απίστευτες δυσκολίες, δεν φτάνει μονάχα η πίστη σε κάποια ιδεολογία, όσο ανώτερη κι αν είναι. Δεν επαρκεί. Απαιτείται κάτι πολύ περισσότερο: μια βαθιά εντιμότητα. Μια προσήλωση στον ίδιο τον άνθρωπο και στις αξίες που αντιπροσωπεύει. Πώς αλλιώς να αντέξεις να ζεις μέσα στις σπηλιές, σε βόθρους, κάτω από χιονοθύελλες, γυμνός, πεινασμένος, ξυπόλυτος, όταν τόσο εύκολα – με ένα παρών που θα έλεγες και με μια δήλωση μετάνοιας – μπορούσες να απαλλαγείς από όλα αυτά» (Συνέντευξη του Σταύρου Ψυλλάκη στον Ματθαίο Φραντζεσκάκη, Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009, μηνιαία εφημερίδα «Πυξίδα της Πόλης»).

Η ταινία τιμήθηκε με το 1ο Βραβείο Μεγάλου Μήκους Ταινίας Τεκμηρίωσης (Ντοκιμαντέρ) της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (2010), το 1ο Βραβείο Ταινίας Μεγάλου Μήκους στο 3ο Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας (2009) και το Βραβείο Κοινού για Καλύτερο Ντοκιμαντέρ στο 2ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λευκωσίας (2009).

Ελλάδα, 2009. Ντοκιμαντέρ. Διάρκεια: 87΄. Σενάριο – Σκηνοθεσία: Σταύρος Ψυλλάκης. Αρχική ιδέα και συνεργασία στην έρευνα και στο σενάριο: Ματθαίος Φρατζεσκάκης. Διεύθυνση φωτογραφίας: Χρήστος Ασημακόπουλος. Πρωτότυπη μουσική: Βαγγέλης Φάμπας. Μοντάζ: Γιώργος Τριανταφύλλου. Απόδοση κειμένου: Πάνος Κυπαρίσσης.

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Υποχρεωτικά πεδία *

Enypografa.gr © 2014 - 2024
Powered by Wisenet