“Guardian”: Τα φραουλοχώραφα της ντροπής καλά κρατούν
Κοινωνία

“Guardian”: Τα φραουλοχώραφα της ντροπής καλά κρατούν

Μετά την αθωωτική απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών τον περασμένο Ιούλιο για τα αιματηρά επεισόδια που συνέβησαν τον Απρίλιο του 2013, όταν οι τρεις επιστάτες του φραουλοπαραγωγού Νίκου Βαγγελάτου άνοιξαν πυρ εναντίον των εργατών μεταναστών στη Μανωλάδα, η δημοσιογράφος της βρετανικής εφημερίδας «Guardian» Ελένα Σμιθ βρέθηκε στην περιοχή. Μίλησε με τα θύματα της επίθεσης και είδε από κοντά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων αυτών καταγράφοντας την τωρινή κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή. Στο δημοσίευμα με τίτλο «Μετανάστες εργάτες στη συγκομιδή φρούτων: “Μας πυροβολούσαν. Υπήρχε παντού αίμα”», διαπιστώνει όμως πως τίποτα δεν έχει αλλάξει.

«Ένας άνδρας δεν έχει καμία αξία όταν χαρακτηρίζεται παράνομος;» αναρωτιέται τους τελευταίους 17 μήνες ο Τίπου Τζοουντούρ, μετανάστης από το Μπανγκλαντές.

Όπως σχολιάζει η Σμιθ, «η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ακόμα και τώρα που αναγκαστικά υπομένουν αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, που λιμοκτονούν και ζουν σαν σκλάβοι οι μετανάστες από το Μπανγκλαντές δεν κακολογούν την Ελλάδα. Αντί για οργή, υπάρχει μια παραίτηση μια σχεδόν μοιραία αποδοχή ότι αυτή η ζωή επιφυλάχθηκε για όσους δεν έχουν χαρτιά».

«Σκεφτήκαμε ότι αστειεύονταν»

«Όταν μας σημάδεψαν με τα όπλα, και ήμασταν 200 από εμάς μαζεμένοι σε εκείνο το χώρο, σκεφτήκαμε ότι αστειεύονταν» λέει ο Τίπου για την επίθεση τον Απρίλιο του 2013. «Εκτός των άλλων ήμασταν απλήρωτοι πάνω από πέντε μήνες. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε όταν άρχισαν να πυροβολούν».

Ο ήλιος έδυε όταν οι Έλληνες εμφανίστηκαν στοn χώρο. Ήταν τρεις από αυτούς -δύο οπλισμένοι με καραμπίνες και ένας με πιστόλι. Οι μετανάστες γνώριζαν τους άνδρες καλά. Από τις 6 το πρωί ως τις 7 το απόγευμα ήταν αυτοί που στέκονταν φρουροί, που έδιναν εντολές, αλλά κυρίως εξαπέλυαν αισχρολογίες προς τους εργάτες. Μικρός, νευρώδης και σκοτεινός, ο Τίπου θυμάται τις σφαίρες να περνούν από το δεξί του πόδι, όπως οι άνδρες άνοιγαν πυρ. Στον χώρο ακούγονταν μόνο οι σφαίρες και το κλάμα των μεταναστών. «Φωνάζαμε βοήθεια Αλλά συνέχισαν να πυροβολούν και υπήρχε αίμα παντού, οι άνθρωποι ήταν ξαπλωμένοι με το κεφάλι κάτω σαν να ήταν νεκροί» περιγράφει στον «Guardian» o Τίπου.

«Ένα μήνα πριν είχαν σκοτώσει τους δύο σκύλους που είχαμε στοn χώρο που μέναμε» λέει ο Λίντον Καν φίλος του Τίπου. «Και όταν μας πυροβόλησαν μας είπαν: “Ετσι θα διαπραγματευθούμε μαζί σας”».

Oι μετανάστες εργάζονταν υπό στρατιωτικό καθεστώς για τον Βαγγελάτο. «Είχαμε συμφωνήσει να παίρνουμε € 22 την ημέρα, μείον € 3 για το φαγητό και € 3 για τοn χώρο που μέναμε, αλλά κάθε εβδομάδα μας έλεγαν: “Την επόμενη εβδομάδα θα σας πληρώσουμε” και ποτέ δεν συνέβη» εξιστορεί στον «Guardian».

«Νωρίτερα εκείνη την ημέρα, εγώ και άλλοι τρεις είχαμε πάει να δούμε τον Βαγγελάτο στο γραφείο του στο Λάππα και είπαμε: “Κοιτάξτε, πρέπει να πληρωθούμε, διότι πρέπει να στηρίξουμε τις οικογένειές μας πίσω στο σπίτι” και εκείνος είπε: “Μπορούμε να σας πληρώσουμε αλλά θα πρέπει να πείτε στους υπόλοιπους να περιμένουν”. Είχαμε ήδη προχωρήσει σε απεργία δύο φορές και αυτό αποφασίσαμε να κάνουμε και πάλι: “Αυτό είναι θα πάμε πίσω στο ‘στρατόπεδο’ και θα πούμε στους άλλους την αλήθεια”» περιγράφει ο Τίπου. Ήξεραν όμως πως σε ένα κράτος που τους θεωρεί «παράνομους» χωρίς να αναγνωρίζει έγγραφα ή άδειες, δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Θα μπορούσαν να απευθυνθούν στις αρχές, αλλά οι αρχές δεν θα ενδιαφέρονταν γιατί επίσημα εκείνοι δεν υπήρχαν.

Αυτή ήταν και η αφορμή για την επίθεση από την οποία 35 μετανάστες τραυματίστηκαν εκ των οποίων οι τέσσερις σοβαρά. «Οι δράστες έφυγαν πανικόβλητοι, ο Χαν έψαχνε στην τσέπη του για το τηλέφωνό του. Κάλεσε την αστυνομία. Μέσα σε λίγα λεπτά, οι αξιωματικοί και τα ασθενοφόρα ήταν στο δρόμο» αναφέρει στο κείμενό της η Σμιθ.

Οι μετανάστες ήταν ανήσυχοι. Όπως ο Τίπου, είχαν πληρώσει χιλιάδες δολάρια στους διακινητές για να φτάσουν στη γη της επαγγελίας με την ελπίδα να μαζέψουν κάποια χρήματα για τις οικογένειές τους στο Μπανγκλαντές. Έφτασε στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2007 διακινδυνεύοντας τη ζωή του. Ήταν όμως ένα ταξίδι που ο ίδιος και τα επτά αδέλφια του είχαν συμφωνήσει να κάνουν από πολύ νωρίς στη ζωή τους. Έκανε οτοστόπ στο Ιράν, πεζοπορία σε όλη την Τουρκία, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις σφαίρες στα σύνορα των δύο χωρών. Ένα ταξίδι διάρκειας έξι εβδομάδων πριν ο Τίπου μπει τελικά στο πλοίο με προορισμό την Ελλάδα.

«Έκανε πολύ κρύο. Μπορούσαμε να περπατήσουμε μόνο τη νύχτα για να μη μας εντοπίσουν και ένας από τους φίλους μου πέθανε στο δρόμο» είπε αναφερόμενος στο ταξίδι του. «Αλλά κάθε φορά που διέσχιζα τα σύνορα, ήμουν τόσο χαρούμενος, ένιωθα αναγεννημένος. Όταν έφτασα εδώ, νόμιζα ότι είχα προσγειωθεί στη χώρα όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, η χώρα του πολιτισμού» περιγράφει στην Έλενα Σμιθ.

Η απόφαση τους εξόργισε

«Όταν ακούσαμε αυτή την απόφαση, όλοι αρχίσαμε να κλαίμε» λέει μουδιασμένος ο Τίπου. «Για μερικά δευτερόλεπτα δεν μπορούσα να δω τίποτα μπροστά μου. Όλα έγιναν άσπρα και μετά όταν συνήλθα το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν: δεν μπορεί, δεν υπάρχει δικαιοσύνη; Μήπως ένας άνθρωπος δεν έχει δικαιώματα;».

Για τον Μωυσή Καραμπεΐδη, τον δικηγόρο που αντιπροσώπευσε τους εργάτες, ήταν μια καίρια στιγμή στο δράμα που τόσο συχνά καταπίνει την εκμετάλλευση των αδικημένων μεταναστών εργαζομένων στην Ελλάδα. «Ακριβώς επειδή αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν καμία κοινωνική σύμβαση, χωρίς δικαιώματα, χωρίς προστασία, δεν είχαν καμία προσφυγή στη δικαιοσύνη» λέει στη Σμιθ, χτυπώντας το τιμόνι του αυτοκινήτου του, καθώς οδηγούσαν από την Πάτρα, στις εκτάσεις φράουλας στη Μανωλάδα. «Η ετυμηγορία βγήκε μέσα στο χρόνο ρεκόρ των 15 λεπτών και το τριμελές δικαστήριο δεν μπήκε καν στον κόπο να εξηγήσει τα κίνητρά τους», λέει ο Καραμπεΐδης που στο άκουσμα της απόφασης αναφώνησε: «Ντρέπομαι που είμαι Έλληνας».

«Επιχείρηση πολλών εκατομμυρίων ευρώ»

Στο ρεπορτάζ σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου συγκομιδής περίπου 6.000 μετανάστες απασχολούνται ως εργάτες στα θερμοκήπια φράουλας με μισθούς που κανένας Έλληνας, παρά τα επίπεδα ρεκόρ της ανεργίας, θα δεχόταν ποτέ. Η συντριπτική πλειονότητα των εργατών είναι από το Μπανγκλαντές. Επειδή οι επιχειρηματίες έχουν ανακαλύψει ότι είναι πιο ευκίνητοι και μπορούν να γεμίσουν τα κιβώτια πιο γρήγορα.

«Είναι μια επιχείρηση πολλών εκατομμυρίων ευρώ που έχει κάνει πολλούς ανθρώπους πλούσιους εδώ γύρω» λέει ο Δημήτρης Πέππας, ακτιβιστής που ζει στην Αμαλιάδα. «Μιλάμε για μια τεράστια αγορά, τα κέρδη της οποίας οι μετανάστες δεν βλέπουν. Τα χρήματα τα παίρνουν αυτοί που οδηγούν τις Πόρσε». Ως μετανάστης για 11 χρόνια στη Γερμανία ο Πέππας ξέρει τι σημαίνει να είσαι ξένος στο εξωτερικό: «Αυτά που οι άνθρωποι έπρεπε να υπομείνουν είναι αβάσταχτα και ακόμα δεν έχουν βυθιστεί στην αυτολύπηση. Έχουν διατηρήσει ένα επίπεδο αξιοπρέπειας που είναι αξιοπερίεργο, πραγματικά» λέει στη Σμιθ.

Την περασμένη εβδομάδα, μια ομάδα υποστήριξης από συνδικαλιστές, αριστερούς και μετανάστες συγκεντρώθηκαν στο Εργατικό Κέντρο της Πάτρας για να συζητήσουν τον καλύτερο τρόπο για να προωθήσουν την κατάσταση των Μπανγκλαντεσιανών. «Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι αυτή η επαίσχυντη απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να αντιστραφεί» δήλωσε η Ουρανία Μπίρμπα, δημοτικός σύμβουλος με τον ΣΥΡΙΖΑ. «Οι εχθροί μας είναι πιο οργανωμένοι από εμάς» καταφέρθηκε από την υπερυψωμένη σκηνή του αμφιθέατρο του εργατικού κέντρου. «Υπάρχουν σκοτεινές δυνάμεις εκεί έξω, που επιδιώκουν να επικρατήσουν».

Από την πλευρά του ένας ακόμα ακτιβιστής, ο Πέτρος Κωνσταντίνου (σ.σ. δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων και συντονιστής της ΚΕΕΡΦΑ) αναφέρεται στο ξενοφοβικό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα με την άνοδο της “Χρυσής Αυγής” στις αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές. «Επιστρέφουν γιατί ο Συνασπισμός είναι απελπισμένος για ψήφους ενόψει των προεδρικών εκλογών του επόμενου έτους. Στα μεγάλα νομοθετήματα, όπως το νομοσχέδιο κατά του ρατσισμού, τροποποιήσεις γίνονται εξαιτίας της Χρυσής Αυγής. Δηλαδή δίνει στο φασιστικό μέτωπο νέα αυτοπεποίθηση, νέα ζωή» σχολιάζει στον «Guardian».

Σύμφωνα με το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας, αυτή την Κυριακή κατά τη διάρκεια της ΔΕΘ συνδικάτα, αντιρατσιστικές οργανώσεις και ενώσεις αγροτών θα ξεκινήσουν μια εκστρατεία αλληλεγγύης για τη στήριξη των μεταναστών.

Τώρα πια ο Τίπου θέλει να επιστρέψει στη χώρα του. «Η οικογένειά μου με θέλει πίσω. Αλλά αυτό που έχει συμβεί είναι μια αδικία και δεν μπορώ να το κουβαλάω για πάντα. Θα με σκότωνε αν το έκανα. Είναι ένα λάθος που πρέπει να διορθωθεί».

Πηγή: tovima.gr

Σχετικά άρθρα

Enypografa.gr © 2014 - 2024
Powered by Wisenet