1821: «Σώπα, ὅπου νἄναι θά σημάνουν οἱ καμπάνες»…
Ενυπόγραφα

1821: «Σώπα, ὅπου νἄναι θά σημάνουν οἱ καμπάνες»…

«[…]Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν, 
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα 
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε – 
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους, 
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη 
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους 
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα […]». *

Μπροστά σε μια ακόμη εθνική επέτειο, αναλογίζεται κανείς τι είναι αυτό που κρατά ακόμη ζωντανό τούτο τον τόπο, τούτους τους ανθρώπους, τους ικανούς για το μεγαλύτερο έπος και τους εξίσου ικανούς για τη μεγαλύτερη αδελφοκτόνα σφαγή. Τόσοι αιώνες ιστορία, γεμάτη ανδραγαθήματα, που έκαναν τους πάντες να σκύβουν ταπεινά το κεφάλι μπροστά στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής. Και τόσα πισωγυρίσματα, που έφεραν τη χώρα στο χείλος της καταστροφής, αν όχι και μακρύτερα…

Γη ευλογημένη και ταυτόχρονα καταραμένη. Δημοκρατία και τυραννία. Ηρωισμός και προδοσία. Ο Λεωνίδας μια ζωή να μάχεται τον Εφιάλτη, από την Πνύκα η ματιά «πληγώνεται» σαν πέφτει πάνω στις ψυχές που ματώνουν στη Μακρόνησο… Ήρωες στην πρώτη γραμμή, χέρι με χέρι, οι ίδιοι που μετατρέπονται σε ορκισμένους εχθρούς στα στενοσόκακα των αστικών κέντρων.

Και σήμερα, χρεοκοπημένοι οικονομικά και ηθικά, παραζαλισμένοι από μια εξέλιξη που την παρακολουθούμε, μα δεν συμμετέχουμε σε αυτήν, κρεμάμε μηχανικά τη γαλανόλευκη στο μπαλκόνι μας – έτσι, από ένα αδιόρατο χρέος – και πληκτρολογούμε στον λογαριασμό μας σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης το αγαπημένο εθνικό τσιτάτο…


Ο Λεωνίδας μια ζωή να μάχεται τον Εφιάλτη, από την Πνύκα η ματιά «πληγώνεται» σαν πέφτει πάνω στις ψυχές που ματώνουν στη Μακρόνησο…

Εξέγερση… Ξεσηκωμός… Επανάσταση 1821. Δηλαδή ανατροπή μιας τάξης καθιερωμένης, βολεμένης, προσκυνημένης, διαβρωμένης και πλήρως υποτελούς στον ισχυρό αφέντη της εποχής. Όσο και να προσπαθούν κάποιοι να τη φέρουν στα μέτρα τους, αλλάζοντας ακόμη και ημερομηνίες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα όποια ιερατικά συμφέροντα της εποχής, εις βάρος του αγνού θρησκεύματος του λαού, ο τελευταίος αδιαφορεί και τους αγνοεί. Τους ξαφνιάζει με το ασυγκράτητο πάθος για Ελευθερία, τους εξαναγκάζει να θυμηθούν τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες, την Ελευσίνα και τους σύρει – εκόντες άκοντες – στον Αγώνα.

Δικαιώθηκε εκείνος ο Αγώνας; Δικαιώθηκαν οι νεκροί, οι σακατεμένοι, οι ορφανεμένοι; Εκείνοι και όσοι μεσολάβησαν στους μετέπειτα Αγώνες;

Ποιος να τολμήσει να απαντήσει με βεβαιότητα; Μόνο η Ελπίδα έμεινε και ένα μικρό πείσμα, ότι δεν χάνονται έτσι λαοί παιδεμένοι στο διάβα των αιώνων. Λογικά αστήριχτο, θα πεις, κι έχεις δίκιο. Μα πού να χωρέσει ο νους κι η λογική σε τούτη τη γεμάτη παράλογους ηρωισμούς ελληνική Ιστορία;

«[…] Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.
Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας. 
Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους 
κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ – περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται, 
περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση. Τοῦτο τὸ χῶμα 
εἶναι δικό τους καὶ δικό μας – δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πάρει […]»…*

* Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη

Σχετικά άρθρα

Enypografa.gr © 2014 - 2024
Powered by Wisenet