«Ταξίδι στο Τόκιο» από το Cine Δράση
Πολιτισμός

«Ταξίδι στο Τόκιο» από το Cine Δράση

Η ταινία «Ταξίδι στο Τόκιο» προβάλλεται από το Cine Δράση της Δημοτικής Κίνησης Βριλησσίων Δράση για μια Άλλη Πόλη την Τετάρτη 17 Μαΐου 2017, στις 20:15, στην αίθουσα «Ν. Εγγονόπουλος» του πάρκου «Μ. Θεοδωράκης» (ΤΥΠΕΤ, Π. Μπακογιάννη 38-42, στα Βριλήσσια).

Λίγα λόγια για την ταινία από το Cine Δράση

Η επίσκεψη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού στα παιδιά του στο Τόκιο, δίνει την ευκαιρία στον Ozu να κάνει ένα συγκλονιστικό σχόλιο πάνω στο εφήμερο των πραγμάτων, τη θνητότητα, τη χαμένη ανθρώπινη επικοινωνία, την αλλοίωση των συναισθημάτων με την πάροδο του χρόνου, τη διάψευση των προσδοκιών, τη σύγκρουση παράδοσης και μοντέρνου τρόπου ζωής, το χάσμα γενεών, την οικογενειακή αποξένωση, τη μοναξιά των ηλικιωμένων. Και όλα αυτά σε μία θρυλική, κλασική και ανεπανάληπτη ταινία που πάντα και όλοι την περιλαμβάνουν στις λίστες με τις δέκα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Βρισκόμαστε στην Ιαπωνία μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, 8 χρόνια μετά την εκδικητική και απάνθρωπη επίδειξη δύναμης από τους Αμερικανούς που ισοπέδωσαν τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Η χώρα προσπαθεί να ξεπεράσει τον όλεθρο και να ορθοποδήσει, βοηθούμενη καθοριστικά και με το αζημίωτο από αμερικανικά κεφάλαια. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ο Χιραγιάμα Σουκίτσι και η σύζυγός του Τόμι, από την πόλη Ονομίτσι κοντά στη Χιροσίμα, γεμάτο αγάπη και αισθήματα, πιστό στις κλασικές ιαπωνικές αξίες και παραδόσεις αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι από τη γαλήνια επαρχία του στο πολύβουο Τόκιο για να επισκεφτεί τα παιδιά του που ζουν με τις οικογένειες τους και εργάζονται εκεί. Αυτά απορροφημένα ολοκληρωτικά από την ανάγκη να αποκατασταθούν επαγγελματικά, παρασυρμένα από το κυνήγι μιας οικονομικής επιτυχίας και τους φρενήρεις ρυθμούς μιας μεγαλούπολης που μετατρέπεται ραγδαία σε μεγάλο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο, δεν διαθέτουν τον ελάχιστο χρόνο για τους γονείς, τους οποίους αντιμετωπίζουν εγωιστικά ως ενοχλητικό μπελά. Αρχικά φιλοξενούνται από το μεγάλο τους γιο, τον γιατρό Κόιτσι και τη γυναίκα του. Σύντομα, στέλνονται στην κόρη τους Σιγκέ, που διευθύνει ένα ινστιτούτο αισθητικής. Αλλά και εκεί βγάζουν τους πάντες από τη ρουτίνα τους και δεν είναι ευπρόσδεκτοι. Οπότε τα δύο αδέλφια συναποφασίζουν να τους στείλουν υποχρεωτικές διακοπές στο τουριστικό θέρετρο Ατάμι.

Το ηλικιωμένο ζευγάρι συνειδητοποιεί με τον πλέον δυσάρεστο τρόπο ότι σε ένα διαρκώς αστικοποιούμενο περιβάλλον, το διαχρονικό τελετουργικό της ιαπωνικής οικογένειας, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα πολυάσχολα νεαρά μέλη της. Ο καινούργιος, πιο γρήγορος και απαιτητικός τρόπος ζωής, παρασύρει και απομακρύνει τη νέα γενιά, αφήνοντας στο περιθώριο την τρίτη ηλικία που δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις αλλαγές και βλέπει τις προσδοκίες για επανασύνδεση της οικογένειας να πέφτουν στο κενό.

Ο Χιραγιάμα και η Τόμι κουράζονται γρήγορα από την πολυκοσμία και τον θόρυβο της λουτρόπολης και απογοητευμένοι επιστρέφουν στην πρωτεύουσα αναζητώντας κατάλυμα για μία νύχτα, προκειμένου την επομένη να γυρίσουν στην επαρχία. Το βράδυ εκείνο ο πατέρας βρίσκεται με παλιούς φίλους και μεθάει μαζί τους, ενώ η μητέρα συναντά τη Νορίκο, τη χήρα του νεότερου γιου που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Η Νορίκο είναι η μόνη που δείχνει σεβασμό και αντιλαμβάνεται την ψυχική κατάσταση του ζευγαριού που βιώνει την αγένεια, την αδιαφορία και την απόρριψη των παιδιών του, η μόνη που παίρνει άδεια για να τους ξεναγήσει στη μεγαλούπολη, η μόνη που όταν, μετά την επιστροφή στην επαρχία, αρρωσταίνει και πεθαίνει ξαφνικά η μητέρα, παρηγορεί και φροντίζει τον ηλικιωμένο πεθερό της.

O Ιάπωνας σκηνοθέτης Yasujiro Ozu θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες μορφές του Παγκόσμιου Κινηματογράφου και μαζί με τους Akira Kurosawa και Kenji Mizoguchi αποτελούν τους θεμελιωτές της 7ης Τέχνης της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Και οι τρεις δημιουργούσαν την ίδια χρονική περίοδο, αλλά οι ταινίες τους διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη θεματολογία και το είδος της σκηνοθεσίας, γεγονός που τις καθιστά αφενός αναγνωρίσιμες, αφετέρου ξεχωριστά δείγματα κινηματογραφικής αισθητικής.

Ο Kurosawa έχει μείνει στην ιστορία για ταινίες (όπως το επικό «Seven Samurai», 1954), που αναφέρονται σε απλούς, καθημερινούς ανθρώπινους χαρακτήρες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ηθικές και αυτοθυσιαστικές καταστάσεις, μακριά από τα πολυτελή τελετουργικά των σαμουράι. Ο Mizoguchi δημιουργούσε χαρακτήρες που υποφέρουν βαθιά, φροντίζοντας να συνδυάζει τα φαντασιακά στοιχεία και την ιαπωνική παράδοση, όπως στην υπέροχη ταινία «Ugetsu Monogatari» (1953), στην οποία ο πρωταγωνιστής ερωτεύεται το φάντασμα μιας αριστοκράτισσας. Ο Ozu με τη χαρακτηριστική λιτή και απέριττη κινηματογραφική του γλώσσα κρίνεται πάντα ως ο πλέον αυθεντικός εκφραστής της ιαπωνικής σχολής και με τις ταινίες του εμβαθύνει στη δραματική καθημερινότητα, τις δυσκολίες και αντιξοότητες των ηρώων του, ανθρώπων, συνήθως, χωρίς ιδιαιτερότητες ή χαρακτηριστικά που να τους κάνουν ξεχωριστούς, οι οποίοι εμπλέκονται σε οικογενειακές προστριβές και βιώνουν απογοητεύσεις από τον κοινωνικό περίγυρο.

Ο Ozu και στο «Ταξίδι στο Τόκιο» σκοπίμως επιλέγει να τοποθετήσει χρονικά την ιστορία του στη μεταπολεμική Ιαπωνία για να επισημάνει τις αλλαγές που έχουν σημειωθεί στην ιαπωνική οικογένεια, τις έντονες αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της ανάμεσα στις παραδοσιακές και τις νέες αξίες, αυτές που διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση του εισαγόμενου δυτικού, κυρίως αμερικανικού τρόπου ζωής. Μεγάλο βάρος δίνει επίσης στην αρνητική επίδραση του βίαιου εκσυγχρονισμού της ιαπωνικής βιομηχανίας στην εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των Ιαπώνων. Εν ολίγοις προβλέπει τη διάρρηξη των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών που επήλθε ως συνέπεια του εκσυγχρονιστικής φρενίτιδας και του νεοπλουτισμού που ισοπέδωσαν τα πάντα στην δεκαετία του ΄80.

Οι αρνητικές αυτές επιδράσεις γίνονται αμέσως εμφανείς στον θεατή με την υπέροχη φωτογράφιση, στα εισαγωγικά ακόμα πλάνα της ταινίας, καπνών που βγαίνουν από τις ψηλές καπνοδόχους εργοστασίων και σκουριασμένων ικριωμάτων παλιών εργοστασίων που καταστρέφουν το περιβάλλον ή τις ενδυματολογικές προτιμήσεις της νέας γενιάς που στρέφεται στα δυτικής προέλευσης ρούχα, σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους που προτιμούν τα παραδοσιακά γιαπωνέζικα. Σκηνοθετεί με γαλήνιο και ήρεμο βλέμμα μια ρεαλιστική ταινία, χαρίζοντας στους θεατές μεγάλες και αυθεντικές συγκινήσεις.

Ο σκηνοθέτης επιλέγει ένα ερμηνευτικό καστ από τα καλύτερα ονόματα των γιαπωνέζων ηθοποιών της εποχής, από τους οποίους ξεχωρίζει η Setsuko Hara (Νορίκο), η οποία αποτελούσε για τρεις περίπου δεκαετίες μια από τις πιο αγαπημένες και ταλαντούχες ηθοποιούς της Ιαπωνίας. Η ανεπιτήδευτη ομορφιά της, η χάρη της και η απλότητα της ερμηνείας της, την καθιστούν ιδανική στην ενσάρκωση της καλής κόρης. Στο πλευρό της ο Chishu Ryu, στον ρόλο του πατέρα, ανθρώπου με αδυναμίες, σοφία χρόνων και μετρημένες κουβέντες βγάζει στην επιφάνεια την πιο συγκινητική πλευρά του θεατή. Το ταξίδι των ηρώων στο «Tokyo Story» με αυτό τον τρόπο δεν περιορίζεται σε ταξίδι τουριστικής γνωριμίας με την ιαπωνική πρωτεύουσα, αλλά γίνεται ταξίδι συνάντησης του καθένα με τον εαυτό του και κατανόησης της πραγματικότητας. Μια πικρή και βαθιά φιλοσοφημένη προσέγγιση του μεγάλου ταξιδιού της ζωής και του τέλους της.

Η ταινία απέσπασε πολλές διακρίσεις και βραβεία, παρόλο που στην εποχή της ο ασιατικός και ειδικά ο γιαπωνέζικος κινηματογράφος δεν είχαν τη σημερινή αποδοχή. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στα British Film Institute Award, Βραβείο Καλύτερου υποστηρικτικού ρόλου για την Haruko Sugimura στα Mainichi Film Concours.

Ιαπωνία, 1953. Διάρκεια: 140΄. Σκηνοθεσία: Yasyjiro Ozu. Σενάριο: Yasyjiro Ozu, Kogo Noda. Πρωταγωνιστούν: Chishu Ryu, Chieko Higashiyama, Setsuko Hara, So Yamamura, Haruko Sugimura. Μουσική: Takanobu Saito. Φωτογραφία: Yûharu Atsuta. Μοντάζ: Yoshiyasu Hamamura.

Σχετικά άρθρα

Enypografa.gr © 2014 - 2024
Powered by Wisenet