Συγκλονιστικές μαρτυρίες στη δίκη της Marfin
Κοινωνία

Συγκλονιστικές μαρτυρίες στη δίκη της Marfin

Ράγισαν καρδιές στη δίκη της Marfin όταν οι γονείς της εγκύου, Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, κατέθεσαν ως πολιτικοί ενάγοντες για ψυχική οδύνη. Αμφότεροι ανέβηκαν στιγμιαία στο βήμα του μάρτυρα, με τον πατέρα της άτυχης γυναίκας, Ζαχαρία Παπαθανασόπουλο, να επιχειρεί να περιγράψει πώς έμαθε τον χαμό της κόρης του από τον ανιψιό του, ο οποίος ενημερώθηκε από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Δεν κατάφερε να πει πολλά.

Παράσταση πολιτικής αγωγής δήλωσαν και οι συγγενείς των άλλων δύο εκλιπόντων, Επαμεινώνδα Τσάκαλη και Παρασκευής Ζούλια.

Οι δύο κατηγορούμενοι, Θοδωρής Σίψας και Παύλος Αντρέεβ, αρνήθηκαν πάντως τα αδικήματα που τους αποδίδονται (κατά περίσταση είναι ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά συναυτουργία και κατά συρροή, απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατοχή εκρηκτικών υλών, έκρηξη και άλλα).

«Από το 2011 έχω καταδικάσει δημόσια τη συγκεκριμένη επίθεση και έχω αρνηθεί τις κατηγορίες. Έχω πάρει θέση και δεν έχω καμία ανάμειξη στη επίθεση», ανέφερε για τα όσα του αποδίδονται ο Θ. Σίψας, λέγοντας ότι συμμετείχε στην πορεία ως διαδηλωτής.

Ομοίως, και ο Π. Αντρέεβ καταδίκασε με τη σειρά του την επίθεση, αρνήθηκε την κατηγορία και πρόσθεσε ότι ο ίδιος την ημέρα εκείνη βρισκόταν στην εργασία του και όχι στη διαδήλωση.

Κανείς δεν αναγνώρισε τους κατηγορούμενους.

Περισσότεροι από 80 μάρτυρες

Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε, ύστερα από αίτημα της πολιτικής αγωγής με δευτερεύοντες μάρτυρες, καθώς οι δύο από τους τρεις συνηγόρους πολιτικής αγωγής βρίσκονταν σε άλλα ακροατήρια. Συνολικά έχουν κληθεί να καταθέσουν περισσότεροι από 80 μάρτυρες εκ των οποίων 37 απουσίαζαν κατά την πρώτη ημέρα συνεδρίασης.

Σήμερα εξετάστηκαν περισσότεροι από 20 μάρτυρες, υπάλληλοι παρακείμενων εταιρειών αλλά και της τράπεζας Μαρφίν. Κανένας τους δεν αναγνώρισε στο πρόσωπο των κατηγορουμένων τους δράστες της δολοφονικής επίθεσης του υποκαταστήματος, ενώ υπήρξε και ένας μάρτυρας που ζήτησε να μην επεκταθεί περαιτέρω στα πραγματικά περιστατικά γιατί δεν ένιωθε ασφαλής: «Δεν θέλω να επεκταθώ. Δεν νιώθω ασφάλεια. Υπήρχε ένας διάλογος τότε με κάποια άτομα. Δεν έχω δει τα πρόσωπα αυτά σήμερα εδώ», είπε χαρακτηριστικά.

«Ζήσαμε την αγωνία του θανάτου πάρα πολλή ώρα. Δεν ξέραμε αν θα ζούμε στα επόμενα πέντε λεπτά. Αναρωτιόμασταν γιατί δεν βλέπουμε την Πυροσβεστική. Άκουσα μετά ότι εμποδίστηκε από κάποιους διαδηλωτές», ακούστηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου.

Η σύγκρουση εισαγγελέα – υπεράσπισης

Έντονος διάλογος επικράτησε μεταξύ της εισαγγελέως της έδρας και της υπεράσπισης του πρώτου κατηγορούμενου, κατά τη διάρκεια εξέτασης υπαλλήλου της τράπεζας Μαρφίν, η οποία υποστήριξε -ύστερα από σχετική ερώτηση- ότι ο σωματότυπος του Θ. Σίψα «δεν αποκλείεται να ταιριάζει» με αυτόν ενός εκ των τριών δραστών.

Ο συνήγορος υπεράσπισης Δημήτρης Κατσαρής, επεσήμανε με τη σειρά του ότι με τον τρόπο αυτό δεν γίνεται να κατηγορούνται άνθρωποι για ανθρωποκτονία.

«Είδε τρεις συνολικά», είπε. «Κινούνταν σαν φοιτητές, γρήγορα. Ο ένας ήταν πιο ψηλός, πάνω από 1.70 μ., οι άλλοι μετρίου αναστήματος. Δεν ήταν ιδιαίτερα εύσωμοι και φορούσαν κουκούλες. Ο ένας έριξε, όταν υποχώρησε το τζάμι και αμέσως ξέσπασε η φωτιά. Μία συνάδελφος φώναξε “είμαστε άνθρωποι”, μήπως και δεν το είχαν καταλάβει. Ακούγαμε απ΄ έξω “κάψτε τους”, αλλά δεν κάθισα να ασχοληθώ ποιος το είπε».

Εισαγγελέας: Αποκλείετε ότι το ύψος του πρώτου κατηγορουμένου μπορεί να είναι το ίδιο με τον ψηλό δράστη;

Μάρτυρας: Δεν το αποκλείω.

Υπεράσπιση: Μη δημιουργείτε εντυπώσεις στους κυρίους ενόρκους. Με σωματοδομή και σωματότυπο να πηγαίνουν κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονίες, πού ακούστηκε αυτό;

Εισαγγελέας: Έχουμε δικαίωμα να κάνουμε ερωτήσεις. Αν θέλετε να σχολιάσετε, μπορείτε.

Υπεράσπιση: Δεν το απαγόρευσε κανείς. Μη δημιουργείτε εντυπώσεις.

Στη συνέχεια, η υπεράσπιση ρώτησε αν η μάρτυρας είναι βέβαιη ότι μοιάζει ο σωματότυπος για να λάβει την απάντηση: «Τώρα βλέπω δύο ανθρώπους που κάθονται σε χαλαρή στάση. Εκείνη τη στιγμή από φόβο και τρομοκρατία, είδα γιγαντωμένη μία μορφή απέναντί μου».

Υπεράσπιση: Θα μπορούσε και να μην μοιάζει δηλαδή;

Μάρτυρας: θα μπορούσε. Είναι ένας κοινός σωματότυπος.

Μεταξύ των μαρτύρων που δεν αναγνώρισαν τους κατηγορούμενους ήταν και ο υπάλληλος της Μαρφίν Γιώργος Στρατογιαννάκης, ο οποίος περιέγραψε τα όσα έζησε ως εξής:

«Προσπάθησα να κατέβω στο ισόγειο για να σβήσω τη φωτιά. Είδα φλόγες που έγλειφαν το ισόγειο και ανέβηκα πάνω. Στο μπαλκόνι, στο 2ο όροφο, ήταν δύο συνάδελφοι, και μου είπαν “αυτοί έρχονται και πετάνε κι άλλο”. Έσκυψα και είδα κάποιον στο σημείο που είχε σπάσει η τζαμαρία, που κρατούσε κάνιστρο και κάτι έριχνε ή έτσι φαινόταν. Το έκανε 2-3 φορές και όταν έφευγε ξαναφούντωνε η φωτιά. Φορούσε μαύρα ρούχα, ήταν νεαρός μετρίου αναστήματος, καλοντυμένος, θα μπορούσε να ήταν φοιτητής, 20 -22 χρονών. Μας κοιτούσε και μας έκανε χειρονομία. Στην αρχή κατάλαβα ότι ήταν κάποιος που έδειχνε τη φωτιά. Μετά που το συζήτησα με συναδέλφους, τελικά έδειχνε τα γεννητικά του όργανα και έκανε άσεμνη χειρονομία».

Ο μάρτυρας ανέφερε ότι ήταν ο τελευταίος που βρέθηκε στον ίδιο χώρο με τους άτυχους Αγγελική Παπαθανασοπούλου και Επαμεινώνδα Τσάκαλη.

«Έμπαινε ο καπνός στο γραφείο του Νώντα. Προσπαθούσε να βρει κάποιον στο τηλέφωνο, μάλλον για να δει τι πρέπει να κάνουμε για να προστατευτούμε. Η Αγγελική ήταν δίπλα του, μάλλον γιατί ήξερε την κατάστασή της και ήθελε να τη βοηθήσει. Λέμε να φύγουμε, να βρούμε τους άλλους. Έβαλα το σακάκι μου στη μύτη και κρατούσα με το άλλο χέρι την κουπαστή. Κατέβηκα στον άλλο όροφο. Αυτή ήταν η τελευταία επαφή που είχα. «Τον Νώντα τον βρήκαν στα σκαλιά, δεν τον έφτασε η ανάσα του και έπαθε ασφυξία», είπε.  «Η Αγγελική δεν είχε κουνηθεί καθόλου από το γραφείο. Μέρες μετά, είδα το αποτύπωμα του σώματός της, του χεριού της στο πάτωμα. Εκείνη την ημέρα, 21 άτομα βγήκαμε ζωντανοί. Τρεις άλλοι, όχι».

Ο Ευάγγελος Λαγουδάτος, υπάλληλος της Μαρφίν, κατέθεσε επίσης τα παρακάτω: «Ήμουν στον δεύτερο όροφο και άκουσα το μπαμ στο κατάστημα. Ακούστηκε θόρυβος, βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα σε αυτούς που βρίσκονταν στην είσοδο και έκαναν επίθεση  γιατί υπήρχε κόσμος. Θυμάμαι ότι είχα πάρει μία κούτα για χαρτιά Α4 και τους έλεγα “φύγετε, αλλιώς θα την πετάξω”. Ήρθε τότε ένα συνάδελφος και μου είπε “άστο θα τους σκοτώσεις”».

Εισαγγελέας: Αλλά κι αυτοί ήθελαν να σκοτώσουν εσάς…

Μάρτυρας: Δεν μπορούσα να το φανταστώ αυτό…

Και συνέχισε ο Ευαγγ. Λαγουδάτος: «Άκουσα τον συναγερμό πυρασφάλειας. Είδα κάποιον κάτω από το μπαλκόνι όπου βρισκόμουν, να βαράει ή να κάνει μία αντίστοιχη κίνηση. Ήταν μαυροντυμένοι με κάτι άσπρο στα χέρια τους. Δεν μπορούσα να δω πόσοι ήταν. Ήταν όχλος. Αυτοί που τα έσπαγαν και η πορεία». Όπως κατέθεσε, ο ίδιος σώθηκε γιατί κατάφερε να σκαρφαλώσει από το μπαλκόνι της τράπεζας σε αυτό παρακείμενου κτηρίου. Στη συνέχεια, έσπασε την πόρτα και κατέβηκε στον δρόμο.

«Να καείτε, ρε»

Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι μάρτυρες, όπως και πολλοί άλλοι, υποστήριξαν στο δικαστήριο ότι όταν ήταν στο μπαλκόνι, ενώ το κτήριο φλεγόταν, άκουσε διαδηλωτές να τους φωνάζουν: «να καείς ρε», αλλά και να ρίχνουν μούντζες και βρισιές.

Παράλληλα, η Αναστασία Κούκου, υποδιευθύντρια του ίδιου υποκαταστήματος, υποστήριξε ότι η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα. «Έπιασε φωτιά μπροστά στην τζαμαρία στο γραφείο της διευθύντριας. Εξαπλώθηκε, όπως κατάλαβα, από το εύφλεκτο υλικό και από τον τρόπο που ήταν φτιαγμένο το κατάστημα. Δημιουργήθηκε το φαινόμενο της καμινάδας μας είπαν και άρπαξε αμέσως».

Περιγράφοντας τις στιγμές αγωνίας, με σπασμένη φωνή, η μάρτυρας κατέθεσε: «Ήμασταν στο μπαλκόνι. Υπήρχε καπνός από μέσα από το κατάστημα και από την είσοδο. Προσπαθούσα να προστατευθώ για να αναπνεύσω. Δεν έβλεπα τίποτα. Ένας συνάδελφος είχε περάσει τα κάγκελα στο μπαλκόνι σε ένα διακοσμητικό πεζουλάκι για να αναπνεύσει και κρατιόμασταν χέρι χέρι για να μην πέσει. Δεν μπορούσα να μιλήσω, ήμουν μέσα στον καπνό. Δεν μπορούσα ούτε να ζητήσω βοήθεια».

Η Αναστασία Χρηστάκη, επίσης υπάλληλος, περιέγραψε τους δράστες της επίθεσης ως «μικρόσωμα, αδύνατα παιδιά. Δεν ήταν άνδρες. Είχαν ευλυγισία και έκαναν γρήγορα τις κινήσεις τους. Είχαν καλυμμένα χαρακτηριστικά, με υφάσματα και μάσκες».  

Η ίδια επεσήμανε ότι από το μπαλκόνι όπου βρισκόταν έβλεπε κόσμο να περνάει καθώς και μία κοπέλα: «Άκουσα τη φωνή της να λέει “να καείτε”.  Κάποιοι άλλοι μου πέταξαν ένα μπουκάλι νερό και το έριξα στο πρόσωπο».

Η δίκη συνεχίζεται στις 14 Οκτωβρίου.

Πηγή: in.gr/Ελευθερία Κόλλια

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Υποχρεωτικά πεδία *

Enypografa.gr © 2014 - 2024
Powered by Wisenet