Όταν η διαβούλευση με τους πολίτες καταλήγει σε «κενό γράμμα»
Ενυπόγραφα

Όταν η διαβούλευση με τους πολίτες καταλήγει σε «κενό γράμμα»

Μέρα με τη μέρα η αίσθηση ότι οι δήμοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κινούνται στον «αυτόματο πιλότο» που επιβάλλουν τα μνημόνια, η κεντρική εξουσία, αλλά και χρόνιες… ασθένειες του αυτοδιοικητικού θεσμού, γίνεται ολοένα και εντονότερη.

Οι συζητήσεις στα Δημοτικά Συμβούλια τόσο πάνω στο Τεχνικό Πρόγραμμα, όσο και στον Προϋπολογισμό για το έτος 2015, έρχονται απλώς να επιβεβαιώσουν του λόγου το αληθές. Με «κουτσουρεμένους» πόρους, φορτωμένοι με δυσβάσταχτα δάνεια και υπό την ασφυκτική εποπτεία του Οικονομικού Παρατηρητηρίου, οι δήμοι αδυνατούν να χαράξουν αυτόνομη (αυτοδιοικητική) πολιτική και περιορίζονται στο «να διαχειρίζονται τη γενικότερη μιζέρια που επικρατεί στη χώρα», όπως σωστά επισημαίνουν αρκετές αριστερές παρατάξεις.

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι να αποφασίζονται δράσεις και να υλοποιούνται έργα με αποσπασματικό χαρακτήρα, που απλώς επιχειρούν να «κουκουλώσουν» τα προβλήματα και πόρρω απέχουν από το να χαρακτηρισθούν ως συνολικό και συντεταγμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση (τοπική και κεντρική). Ωστόσο, με «μισό» έργο από εδώ και «μισή παρέμβαση» από εκεί όχι μόνο δεν λύνουμε ουσιαστικά κανένα μεγάλο ζήτημα, αλλά συσσωρεύουμε καινούργια, τα οποία θα κληθούν να «λουστούν» οι επόμενες γενιές.

Κι όμως, υπήρχε (και υφίσταται ακόμη) μία ευκαιρία να βγούμε ή τουλάχιστον, να προσπαθήσουμε να βγούμε από το σημερινό αδιέξοδο κι αυτή ήταν (και είναι) η χρησιμοποίηση του πολύτιμου «εργαλείου» της δημόσιας διαβούλευσης. Ένα «εργαλείο», που όπως συμβαίνει με ό,τι άλλο χρήσιμο έχει έρθει σε αυτή τη χώρα, έσπευσαν κάποιοι να το απαξιώσουν και να το μετατρέψουν σε ανούσια διαδικασία.

Η δημόσια διαβούλευση μπορούσε (και μπορεί) να λειτουργήσει ως αξιόπιστος «μπούσουλας» για δημοτικές αρχές, αλλά και αντιπολιτεύσεις, για το πώς κάθε τοπική κοινωνία οραματίζεται την πόλη στην οποία θέλει να ζει και να δημιουργεί. Έτσι, σε προεκλογικό επίπεδο θα ήταν αυτή που κυρίως θα διαμόρφωνε την ατζέντα της προεκλογικής αντιπαράθεσης (αν και ιδανικότερο θα ήταν να μιλάμε για προεκλογική άμιλλα), ενώ μετεκλογικώς θα λειτουργούσε ως ελεγκτής και κυρίως, ως μηχανισμός άσκησης πιέσεων για τις απαραίτητες διορθώσεις στα όποια… ξεστρατίσματα των δημοτικών αρχών από την υλοποίηση του (ήδη, εγκεκριμένου προεκλογικώς) έργου που ανέλαβαν.

Είναι σαν ν΄ ακούμε τις διαμαρτυρίες κάποιων αιρετών. «Μα τι, εμείς δεν θα μπορούμε να ασκούμε την πολιτική μας και θα πρέπει να δίνουμε διαρκώς λόγο στους δημότες;». Μα γιατί όχι; Οι ίδιοι οι αιρετοί δεν υποστηρίζουν ότι είναι διαχειριστές της λαϊκής εντολής; Ποιος ιδανικότερος τρόπος για να το αποδείξουν από το να θέσουν εαυτούς υπό τον καθημερινό έλεγχο μιας μόνιμης επιτροπής διαβούλευσης;

Η δημόσια διαβούλευση πρέπει προεκλογικώς να καθορίζει την ατζέντα των δημοτικών συνδυασμών 
και μετεκλογικώς να λειτουργεί ως μηχανισμός ελέγχου ότι τηρούνται τα υπεσχεθέντα...

Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι το όλο εγχείρημα έχει τις δυσκολίες του, ιδιαίτερα σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, όπου ο καθένας από εμάς έχει τη δική του άποψη, που -για κάποιον… περίεργο λόγο- είναι και η πλέον ορθή! Παρ΄ όλα αυτά, με κατάλληλη εκπαίδευση και άσκηση, το πρόβλημα μπορεί να ξεπεραστεί. Όσο για τη συμμετοχή του κόσμου είναι βέβαιο ότι, ο πολίτης-δημότης, από τη στιγμή που θα πειστεί ότι η συμμετοχή του θα έχει ουσιαστικό αντίκρυσμα και δεν θα αποτελεί απλώς «άλλοθι» για να περάσουν οι «άλλοι» τα σχέδια που έχουν προετοιμάσει, θα αγκαλιάζει μαζικά το εγχείρημα.

Η κρίση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη… φοβία που εξακολουθούν να έχουν αρκετές δημοτικές αρχές απέναντι στην ανεμπόδιστη -και γιατί όχι «αφιλτράριστη»- έκφραση της λαϊκής βούλησης. Οι δημότες δεν μπορεί να γίνονται σεβαστοί και υπολογίσιμοι μόνο κατά την προεκλογική περίοδο και εν συνεχεία, να μπαίνουν στο περιθώριο. Όσες δημοτικές αρχές πιστεύουν ότι το οποιοδήποτε εκλογικό ποσοστό τις ανέβασε στην τοπική εξουσία αποτελεί ταυτόχρονα και «λευκή επιταγή» την οποία μπορούν να «εξαργυρώνουν όπως τους καπνίσει», είναι καιρός να συνειδητοποιήσουν ότι αυταπατώνται. Οι αποφάσεις τους βαρύνουν πάνω στις πλάτες μας κι ακόμη χειρότερα, στις πλάτες των παιδιών μας, οπότε έχουμε κάθε λόγο και συμφέρον να συμμετέχουμε στη λήψη τους.

Εμείς είμαστε που θα καθορίσουμε το μοντέλο της πόλης στην οποία θέλουμε να ζήσουμε, το επίπεδο παιδικών σταθμών που επιθυμούμε, το πόσο καθαρούς θέλουμε τους δρόμους και τις γειτονιές μας, το πώς θα ξοδευτούν τα χρήματα που καταβάλλουμε κ.ο.τ. Από εκεί και πέρα, οι διαχειριστές της εντολής μας -μέσω και των εξειδικευμένων υπηρεσιακών παραγόντων τους- οφείλουν να μας ενημερώσουν αναλυτικά για το κόστος που έχει καθεμία από τις παραπάνω επιλογές μας και, με βάση αυτή την ενημέρωση, να επιλέξουμε τι θέλουμε και μπορούμε και τι όχι.

Όσες δυσκολίες κι αν παρουσιάζει το παραπάνω μοντέλο διοίκησης μπορούν να ξεπεραστούν με καλή θέληση και ενεργοποίηση των υπαρκτών -αλλά σκοπίμως διατηρούμενων σε… ύπνωση- κοινωνικών δυνάμεων. Αντιθέτως, η συνέχιση του σημερινού μοντέλου, με τη διαρκή επίκληση της κρίσης των καιρών, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα οδηγήσει στη «σύλληψη» σχεδίων που θα είναι υπεύθυνα για τις «τερατογενέσεις» του αύριο στις πόλεις και τις γειτονιές μας.

Σχετικά άρθρα

Enypografa.gr © 2014 - 2024
Powered by Wisenet