12η συνάντηση του Cine Δράση για τον Αμερικανικό Κινηματογράφο
Πολιτισμός

12η συνάντηση του Cine Δράση για τον Αμερικανικό Κινηματογράφο

Η ταινία «Πολίτης Κέιν» το Όρσον Γουέλς, καθώς και το έργο του Άλφρεντ Χίτσκοκ θα αναλυθεί στη 12η συνάντηση της Κινηματογραφικής Λέσχης Βριλησσίων Cine Δράση, στο πλαίσιο των συζητήσεων «Βλέπουμε, συζητάμε, μαθαίνουμε, από και για το σινεμά» και συγκεκριμένα των συζητήσεων που αφορούν στον Αμερικανικό Κινηματογράφο, που θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019 στις 20:30 στο στέκι της Δράσης (Πίνδου 30 & Μαραθώνος, Βριλήσσια).

Λίγα λόγια για τη συνάντηση από το Cine Δράση

Ακόμα και αυτοί που δεν έχουν δει τον «Πολίτη Κέιν» («Citizen Kane», 1941) γνωρίζουν πως πρόκειται για μια από τις καλύτερες, αν όχι την καλύτερη, ταινία όλων των εποχών. Το αριστούργημα του Orson Welles, παραμένει ένα σημείο αναφοράς για το σινεμά, όπως το «Πόλεμος και Ειρήνη» για τη λογοτεχνία ή το «Sgt. Pepper΄s» των Beatles για την pop μουσική.

Ο σκηνοθέτης στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, σε ηλικία μόνον 25 χρόνων, καταφέρνει με τον «Πολίτη Κέιν» να φτιάξει μια πολυεπίπεδη ταινία, με σαφείς αισθητικές και τεχνικές καινοτομίες, σαφή πολιτική και κοινωνική θέση και άψογη ίντριγκα. Εστιάζοντας στη δύναμη της εικόνας, σκιαγραφεί την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Kane, μέσα από το παραμυθένιο κάστρο του, το Xanadu, και της δίνει τη δύναμη που είχε την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Ο Welles, νεότατος, με εμπειρία θεατρική και ραδιοφωνική, πειραματίζεται και δημιουργεί ένα έργο πρωτοποριακό, γεμάτο νεωτερισμούς. Πρώτη φορά χρησιμοποιείται αθόρυβη μηχανή λήψης ήχου για να μην υπάρχουν προβλήματα στην εγγραφή του ήχου. Πρώτη φορά χρησιμοποιείται τόσο αποτελεσματικά και συστηματικά, η κινηματογράφηση με βάθος πεδίου, όπου υπάρχει εστίαση σε όλο το πλάνο. Κανείς πριν από αυτόν δεν αξιοποίησε το φως και τη σκιά τόσο εφευρετικά και ουσιαστικά. Μέχρι τότε (με τη μοναδική ίσως εξαίρεση τις ταινίες που εντάσσονται στο ρεύμα του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού όπου το φως αποκτά ρόλο κεντρικού χαρακτήρα) τα στούντιο φρόντιζαν να φωτίζουν ευκρινώς τα πάντα. Από τον «Πολίτη Κέιν» και μετά όμως, το κοινό συνειδητοποιεί πως το φως και η σκιά αποτελούν σοβαρά εκφραστικά μέσα και φορείς νοημάτων. Ολόκληρη η σχολή των φιλμ νουάρ «πατά» ουσιαστικά πάνω σ’ αυτή τη διδαχή.

Εκτός από τις έντονες φωτοσκιάσεις, ο Welles, τολμά επίσης τις έντονες αλλαγές στην ποιότητα του ήχου, πολλαπλές δράσεις στην εικόνα και πολλαπλές ηχητικές στρώσεις, κατακερματισμό της αφήγησης σε επιμέρους αφηγήσεις με χρονική ασυνέχεια. Πρωτοπόρος και τολμηρός, δημιουργεί, μέσα από τις τεχνικές εξελίξεις της εποχής του, ένα αισθητικό αριστούργημα που παραμένει άκρως απολαυστικό και επίκαιρο μέχρι σήμερα. Πέραν της αισθητικής όμως υπάρχει και η αφήγηση. Κανείς, μέχρι τότε, δεν είχε το θράσος του Welles να τοποθετήσει το τέλος μιας ιστορίας (τον θάνατο του κεντρικού ήρωα) στην αρχή της: Ο Κέιν αφήνει την τελευταία του πνοή στην εναρκτήρια σεκάνς, και αυτό που ακολουθεί είναι μια μακρά σειρά από flashback που μας οδηγούν στο τέλος – δηλαδή, ξανά στην αρχή. Πολλές σπουδαίες ταινίες βασίστηκαν πάνω σε αυτό το εύρημα, από τον «Λόρενς της Αραβίας» του Ντέιβιντ Λιν μέχρι το «Οργισμένο Είδωλο» του Μάρτιν Σκορσέζε, το «Pulp Fiction» του Ταραντίνο, το «Memento» του Κρίστοφερ Νόλαν κ.λπ.

Από την πρώτη στιγμή, οι κριτικοί στάθηκαν στο πλευρό του Γουέλς. Στις εφημερίδες, εκτός από τα έντυπα του Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, του μεγιστάνα που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον κεντρικό ήρωα, οι διθύραμβοι κυριαρχούν: «Δεν έχουμε δει πιο εντυπωσιακή, πιο κινηματογραφικά συναρπαστική ταινία – πιθανότατα είναι ό,τι καλύτερο παρήγαγε ποτέ το Χόλιγουντ» γράφουν οι New York Times. Το φιλμ παραλίγο να μην φτάσει ποτέ στους κινηματογράφους αφού ο Χιρστ, με μια σειρά διαπραγματεύσεις με την παραγωγό εταιρία RKO, προσέφερε ένα ελκυστικό ποσό για να καταστραφεί ολοσχερώς. Αλλά και έτσι το φιλμ θάφτηκε σχετικά: Δεν προβλήθηκε ποτέ στις πολυτελείς αίθουσες των μεγαλουπόλεων, και από τις εννέα υποψηφιότητες για Όσκαρ, μόνο μία κατέληξε σε βράβευση (για το αυθεντικό σενάριο που ο Γουέλς συνυπέγραψε με τον Χέρμαν Μάνκιεβιτς).

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ [13 Αυγούστου 1989- 29 Απριλίου 1980] μέσα από την πλούσια φιλμογραφία του και το μοναδικό του έργο, παραμένει διαχρονικά ένας πρωτοπόρος σκηνοθέτης και σημείο αναφοράς για τους θεατές και για τους συναδέλφους του στον χώρο της Έβδομης Τέχνης. Γεννήθηκε στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στο Λος Άντζελες των ΗΠΑ. Ξεκίνησε να δουλεύει σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920 σχεδιάζοντας τους τίτλους αρχής για ταινίες. Μετά από δύο χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να καθίσει για πρώτη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη, αντικαθιστώντας τον σκηνοθέτη της ταινίας «Always Tell Your Wife» που αρρώστησε ξαφνικά και ζητήθηκε από τον Χίτσκοκ να τον αντικαταστήσει. Οι παραγωγοί εντυπωσιάστηκαν από το αποτέλεσμα και του ανάθεσαν να γυρίσει την πρώτη του ουσιαστικά ταινία, που ήταν ο «Αριθμός 13», που κυκλοφόρησε το 1922.

Το 1925 σκηνοθέτησε το «The Pleasure Garden» που σηματοδοτεί την αρχή της καριέρας του ως σκηνοθέτης. Είναι η λεγόμενη «Αγγλική Περίοδος» του δημιουργού, η οποία ολοκληρώνεται το ΄30, με ταινίες όπως τα «39 Σκαλοπάτια» (The 39 Steps, 1935), «Ο Άνθρωπος που Ήξερε Πολλά» («The Man Who Knew Too Much», 1934) και «Σαμποτάζ» («Sabotage», 1936). Με το ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μετακόμισε μόνιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και έτσι ξεκινάει η «Αμερικάνικη Περίοδος» με την ταινία «Ρεβέκκα» (Rebecca, 1940), που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας του 1940, αλλά όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, το Όσκαρ πήγε στον David O. Selznick, παραγωγό του φιλμ και όχι στον Χίτσκοκ.

Η δεκαετία του ΄40 τον βρίσκει παραγωγικότατο. Οι ιδέες του ήταν τόσες και τέτοιες, που κατέληξε να τελεί υπό την επιτήρηση του FBI, λόγω ενός σεναρίου κατασκοπείας σχετικά με το χημικό στοιχείο Ουράνιο. Οι καινοτομίες του συνεχίστηκαν με το «Θηλιά» («Rope», 1948), που γυρίστηκε με τεράστια σε διάρκεια πλάνα – στην ουσία με ένα μόνο πλάνο, καταδικασμένο όμως να γυριστεί σε δεκάλεπτες περίπου λήψεις, με όσο δηλαδή φιλμ χωρούσε εκείνη την εποχή στην κάμερα. Για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το «Ψυχώ» («Psycho», 1960), γύριζε τη μια ταινία πίσω από την άλλη, ενώ το 1955 συμφώνησε να προλογίζει την τηλεοπτική σειρά «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει», που προβάλλονταν συνολικά δέκα χρόνια. Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του «Ψυχώ», άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες όλο και πιο αραιά, με πιο σημαντική από όλες τα «Πουλιά» («The Birds», 1963).

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ προτάθηκε συνολικά πέντε φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας: το 1941 («Ρεβέκκα»), το 1945 («Στον Ίσκιο του Θανάτου / Ναυαγοί») το 1946 (Νύχτα Αγωνίας), το 1955 («Σιωπηλός Μάρτυς») και το 1961 («Ψυχώ»), αλλά δε το κέρδισε ποτέ. Η Ακαδημία αναγνωρίζοντας το λάθος της, του απένειμε το 1968, ένα τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του στον χώρο της Έβδομης Τέχνης. Ήταν η 40η Απονομή των Βραβείων Όσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και η εν λόγω βράβευση έχει καταγραφεί ως ο μικρότερος ευχαριστήριος λόγος στην ιστορία του θεσμού…

Εισηγητής ο Παναγιώτης Δενδραμής.

Ο Παναγιώτης Δενδραμής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη συνέχεια όμως ακολούθησε σπουδές σχετικές με τον κινηματογράφο. Αρχικά στη Σχολή Σταυράκου και έπειτα στο μεταπτυχιακό Ιστορίας και Θεωρίας του Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Κρήτης. Έχει δουλέψει ως βοηθός σκηνοθέτη, κάμεραμαν, μοντέρ και βοηθός παραγωγής για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ενώ η μικρού μήκους ταινία του «Tο δωμάτιο» συμμετείχε στο φεστιβάλ Δράμας το 2009. Επιπλέον έχει συμμετάσχει ως εκπαιδευτής σε επιμορφωτικά προγράμματα σε σχολεία της Αττικής, με στόχο την εξοικείωση των μαθητών με την οπτικοακουστική κουλτούρα και τα μέσα της. Αυτή την περίοδο διδάσκει στη Σχολή Σταυράκου και ολοκληρώνει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στον ελληνικό κινηματογράφο.

Σχετικά άρθρα

Enypografa.gr © 2014 - 2024
Powered by Wisenet